- ευθιξία
- η (Α εὐθιξία) [εύθικτος]νεοελλ.η ιδιότητα τού ευθίκτου, το να θίγεται κάποιος εύκολααρχ.η ευφυΐα, η επιτηδειότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐθιξία — εὐθιξίᾱ , εὐθιξία cleverness fem nom/voc/acc dual εὐθιξίᾱ , εὐθιξία cleverness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθιξίᾳ — εὐθιξίᾱͅ , εὐθιξία cleverness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθιξία — η το να είναι κανείς εύθικτος, αλλ. ευαισθησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐθιξίας — εὐθιξίᾱς , εὐθιξία cleverness fem acc pl εὐθιξίᾱς , εὐθιξία cleverness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθιξίαις — εὐθιξία cleverness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροφιλότιμος — η, ο (Α μικροφιλότιμος, ον) αυτός που αγαπά και επιδιώκει ασήμαντες διακρίσεις, που είναι κενόδοξος, ματαιόδοξος ή ξυπασμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικροφιλότιμο το να θίγεται το φιλότιμο κάποιου με ασήμαντες αφορμές, η ευθιξία για πράγματα… … Dictionary of Greek
οξυθυμία — η (Α ὀξυθυμία) [οξύθυμος] η ιδιότητα τού οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία αρχ. 1. αιφνίδιος, οξύς θυμός 2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού 3. ερεθισμός … Dictionary of Greek
οξύθυμος — η, ο (Α ὀξύθυμος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, αψίθυμος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Αρείου Πάγου) γρήγορος και αυστηρός τιμωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυθυμον α) η ιδιότητα τού οξύθυμου, οξυθυμία, ευθιξία β) είδος τού φυτού θύμος.… … Dictionary of Greek
υπερευαισθησία — η, Ν 1. υπερβολική ευαισθησία 2. υπερβολική ευθιξία 3. ιατρ. ανοσιακή αντίδραση στη δεύτερη επαφή με ένα αντιγόνο, η οποία χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη απόκριση τών μηχανισμών τής χυμικής ή τής κυτταρικής ανοσίας 4. (φυτοπαθολ.) αυξημένη… … Dictionary of Greek
φιλοτιμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος] μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά νεοελλ. 1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του») 2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος… … Dictionary of Greek